Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

Βαρέθηκε να είναι τυφλός τόσα χρόνια. Βαρέθηκε τόσα χρόνια να ζει βράδυ-πρωί την ίδια μιζέρια. Χωρίς όραμα, δίχως κάτι να τον συγκινεί, κάτι να περιμένει. Οι ορίζοντες χαμήλωναν μέχρι το μυαλό του, ο κόσμος αόρατος και η βουή των ανθρώπων αδιάφορη και απόμακρη αφού δεν μπορούσαν να του δείξουν το πρόσωπό τους. Η ζωή σ’ αυτή την κοινωνία κουραστική και ανέλπιδη, όλο δεσμεύσεις και απαγορεύσεις : μη κάνεις ετούτο, μη κάνεις το άλλο, μη κάνεις τίποτα. Βαρέθηκε να ζει τυφλός.
Ο Ιησούς από την άλλη κουράστηκε να τριγυρίζει με τα πόδια ματωμένα στους αγρούς και στα χωριά, μέσα στο λιοπύρι. Θέλησε να δει τα βάθη της ύπαρξης του πλάσματος μέσα από τα μάτια του, θέλησε να καθρεπτιστεί στα μύχια της ψυχής του. Επιθύμησε να τον συναντήσει και να αναπαυθεί κοντά του. Και η συνάντηση έγινε κοντά στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ. 


Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος, μια ματιά μόνο ήταν ικανή για να συντελευτεί το θαύμα. Ο Θεός τον γνώριζε από πριν, γνώριζε την επιθυμία του για αλλαγή. Και ο τυφλός τον αναγνώρισε αμέσως, έτρεξε να πλυθεί στο παλιό νερό της παράδοσης για να ανοίξουν οι ορίζοντες, να βλέπει πέρα από τα όρια αυτού του κόσμου, να διακρίνει τα έργα του Θεού στα πρόσωπα των συνανθρώπων του, να κατανοεί την ζωή του στο άπειρο.
Η συνάντηση έγινε και δημιούργησε πραγματική σχέση αυτού του ανθρώπου με τον Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού που έλαβε σάρκα για να γίνει προσιτός στον τυφλό. Και αυτή η σχέση έφερε πραγματική επανάσταση, όπως και κάθε αληθινή σχέση. Επανάσταση κατά της βιολογικής ύπαρξης, αναδημιουργία των οφθαλμών, επανάσταση κατά του εαυτού του, ήταν τυφλός και ανέβλεψε. Επανάσταση από τους παλαιούς θεσμούς μιας νομοκρατούμενης κοινωνίας που θέλει τον άνθρωπο δέσμιο του εγώ του, δέσμιο σε ανθρωποκεντρικά καλούπια με αναφορά στο γράμμα και όχι στην ανάγκη. Ο πρώην τυφλός δεν δίστασε να έλθει σε ρήξη με εκείνους που ποτέ δεν μπήκαν στο κόπο της αναζήτησης, με εκείνους που δεν νοιώθουν πείνα και δίψα, με αυτούς που αρκούνται στα φαρδιά μανίκια και στα πολλά φυλαχτάρια. Τους μετάφερε την εμπειρία που είχε με το Χριστό : «ει αμαρτωλός εστιν ουκ οίδα, εν οίδα ότι τυφλός ων άρτι βλέπω» και αυτοί τον πέταξαν έξω για να διαφυλάξουν τους θώκους τους. 


Ο τυφλός έφυγε χαρούμενος, έτρεξε να χορτάσει τα χρώματα και το πέταγμα των πουλιών. Ο Χριστός όμως δεν μπορούσε να τον αφήσει, τον συνάντησε πάλι απροσδόκητα και τον ρώτησε : Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού ; Και ποιος είναι αυτός για να πιστέψω, απάντησε απορημένα. Εκείνος τότε του αποκαλύφθηκε και ήλθε η κορύφωση της σχέσης με την προσκύνηση του τυφλού. «Ο Κύριός μου και Θεός μου, δόξα σοι».



Στο τυφλό ταιριάζουν τα λόγια του Αγίου Ισαάκ του Σύρου : «Ευλογημένη η τιμή του Κυρίου του ανοίγοντας θύραν έμπροσθεν ημών, ίνα μη σχώμεν αίτησιν, ει μη την εις αυτόν επιθυμίαν». Δεν προβάλει κανένα αίτημα στο Χριστό, αρκείτε στην ψηλάφηση της τιμής, της επιθυμίας του Θεού με «μανιακό πόθο» προς το πλάσμα του. Και η ανταπόκριση σ’ αυτή την επιθυμία γίνεται εμπειρία ελευθερίας από τον θανατηφόρο εγωκεντρισμό, γίνεται «ανοιχτή θύρα» στην «ευλογημένη τιμή». Είδε το κάλλος του κόσμου, κάλλος συνυφασμένο με την ιλιγγιώδη σοφία που το συγκροτεί σε κάθε παραμικρή πτυχή του, και μπόρεσε (μπορεί σε όλους μας) να λειτουργήσει ως κλήση σε προσωπική σχέση με την Αιτιώδη Αρχή, τον Λόγο και το Νόημα του κόσμου, τον Κύριο Ιησού Χριστό.