Ψάχος Κωνσταντίνος Α.
Από Musipedia
(Μέγα Ρεύμα Βοσπόρου 1866/69 - Αθήνα 1949).
Από τις διαπρεπέστερες φυσιογνωμίες της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, και όχι μόνο: βυζαντινολόγος, συνθέτης, παιδαγωγός, πρωτοψάλτης και θεωρητικός. Σπούδασε φιλολογία και θεολογία στη Χάλκη και μετά ασχολήθηκε με τη βυζ. εκκλ. μουσική (τη σπούδασε στην Κεντρική Ιερατική Σχολή Κων/πόλεως, με δάσκαλο τον Θ. Μαντζουρανή) την οποία και υπηρέτησε, αρχικά ως πρωτοψάλτης των κυριότερων ναών της Κων/πολης.
Διετέλεσε Α' δομέστικος στον Πατριαρχικό Ναό (3.5.1887-1891), με πρωτοψάλτη τον Γ. Σαρανταεκκλησιώτη. Κατόπιν, ήταν Α' δομέστικος του Ευστρ. Παπαδοπούλου (Παναγία του Πέραν). Το 1892 έγινε πρωτοψάλτης στον 'Αγιο Χαράλαμπο του Γραικικού Νοσοκομείου της Σμύρνης. Επέστρεψε στην Κων/πολη και το 1895 προσλήφθηκε ως πρωτοψάλτης του Αγιοταφικού Μετοχίου, εκεί όπου του δόθηκε η ευκαιρία να μελετήσει πλήθος χειρόγραφα (και να αποκτήσει ορισμένα). Δίδαξε επίσης ανώτερα ελληνικά σε διάφορες Σχολές (όπως στο Παρθεναγωγείο του Αγιοταφικού Μετοχίου, όπου διορίστηκε το 1896). Το 1898 πρωτοστάτησε στην ίδρυση του "Μουσικού Εκκλ. Συλλόγου Κων/πόλεως", του οποίου διετέλεσε ειδικός γραμματέας και τον υπηρέτησε δραστήρια ώς το 1902, οπότε και παραιτήθηκε οριστικά. Υπηρέτησε επίσης ως πρωτοψάλτης στους Αγίους Θεοδώρους Βλάγκας (1901-03) και στον Άγιο Νικόλαο Γαλατά (1903-04).
Το 1903 διορίστηκε με πρόταση του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ', ο οποίος πάντοτε του συμπαραστάθηκε θερμά, καθηγητής στην τότε ιδρυθείσα Σχολή βυζ. μουσικής του Ωδείου Αθηνών. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1904 και έκανε το πρώτο του μάθημα στις 23.9.1904. Έμεινε στο Ωδείο Αθηνών ώς το 1919, οπότε ίδρυσε δικό του Ωδείο με την επωνυμία "Ωδείον Εθνικής Μουσικής" (και το διηύθυνε ώς το 1922). Δίδαξε για λίγο και στην "Αθηναϊκή Μαντολινάτα". Προηγουμένως (1911) ο Ιωακείμ ο Γ' του απένειμε το οφφίκιο του "’ρχοντος εντίμου μουσικοδιδασκάλου και κληρικού της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας" και το 1912 ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός Α' τον ονόμασε "Δικαιοφύλακα και Ιππότην του Παναγίου Τάφου". Αξιομνημόνευτο και το ότι στις 27.10.1922 έμεινε χήρος, χάνοντας τη γυναίκα του Ευανθία Αμερικανού (που είχε γεννηθεί το 1877 και είχαν παντρευτεί στις 4.9.1905, ενώ για τον γάμο τους συνέθεσε γαμήλια ωδή ο Δημ. Περιστέρης). Μέγας γνώστης της αρχαίας, της βυζαντινής και της νεότερης δημοτικής μουσικής, εργάστηκε με αξιοσημείωτο ζήλο «προς δόξαν» της παραδοσιακής ελλ. μουσικής. Επινόησε ειδικό όργανο, το Παναρμόνιον νέον (βλ. και «Εύειον Παναρμόνιον», με το οποίο ταυτίζεται) στο οποίο αποκρυστάλλωσε τον πλούτο των βυζ. μικροδιαστημάτων. Συνέλεξε δημοτικά τραγούδια από όλη σχεδόν την Ελλάδα (τα οποία κατέγραψε σε βυζ. και ευρωπ. σημειογραφία) και από αυτά δημοσίευσε πολλά σε ιδιαίτερες συλλογές (όπως: «Γορτυνιακά», «Πελοποννήσου», «Σκύρου», «Κρήτης»--στη Συλλογή του Ωδείου Αθηνών) και σε διάφορα μουσικά περιοδικά. Η ικανότητά του άμεσης καταγραφής αυτών των δημοτικών τραγουδιών (τόσο σε βυζ. όσο και σε ευρωπ. σημειογραφία) μετά από μία ή δύο ακροάσεις των φυσικών εκτελεστών τους (απλών χωρικών) εξέπληξε τον σε αρκετές περιπτώσεις αυτόπτη και αυτήκοο Αρμ. Μαρσίκ, ο οποίος (ακούγοντας τις φωνογραφήσεις και ελέγχοντας τις αντίστοιχες παρτιτούρες των δημοτικών τραγουδιών που περισυνελέγησαν στην Κρήτη, σε ταξίδι στο οποίο δεν μπόρεσε να συμμετάσχει) σημείωσε: «La notation des chansons de Cr`ete par M. Psachos est la plus fid`ele qu’ il me semble possible de re΄aliser, et elle donne bien le caract`ere de la couleur locale» («Η σημειογραφική αποτύπωση των κρητικών τραγουδιών από τον κύριο Ψάχο μου φαίνεται ότι είναι η πιό πιστή που μπορεί να καταγραφεί κι ακόμα αποδίδει επιτυχώς τον χαρακτήρα του τοπικού χρώματος--της τοπικής παράδοσης»). Ο Ψάχος συνέγραψε πολλά μουσικά βιβλία, με σπουδαιότερο την "Παρασημαντική" της βυζ. μουσικής (1917). Επίσης: "Λειτουργικόν" (1905), "Λειτουργία" (1909), "Λειτουργικοί ύμνοι" (1912) κ.λπ. Εξίσου λαμπρός κάτοχος της ασιατικής μουσικής, συνέγραψε αρκετά σχετικά έργα ("Ασίας Λύρα",κ.λπ.) για την ερμηνεία και την εν γένει υποστήριξη της Ελλ. Μουσικής. Γιά τον ίδιο σκοπό, έδωσε και αρκετές συναυλίες (εκκλ. μελών και δημοτικών τραγουδιών) διευθύνοντας βυζ. Χορούς που κατά καιρούς σχημάτιζε με μαθητές του. Από τον Μάρτιο του 1921 άρχισε να εκδίδει (με τον Εμ.Α. Πεζόπουλο) το μουσικό περιοδικό "Νέα Φόρμιγξ" (που κυκλοφόρησε ώς το τετραπλό τεύχος των 4 τελευταίων μηνών του 1922). Δημοσίευσε επίσης πάνω από 500 μελέτες και μουσικοφιλολογικά άρθρα (κυρίως στη "Φόρμιγγα" του Ι.Θ. Τσώκλη, η έκδοση της οποίας εν πολλοίς στηριζόταν επάνω του) μεταξύ των οποίων οξύτατες πολεμικές κατά της 4φωνίας και των υποστηρικτών της. Το τελευταίο του άρθρο ("Περί αρχαίας ελλ. μουσικής") γράφτηκε για την Εγκυκλοπαίδεια "του Ηλίου" (τόμος "Ελλάς", σελ. 1016-23). Συνέθεσε μουσική για αρχαίες τραγωδίες, όπως τα χορικά και λυρικά για τον "Προμηθέα" (ακούστηκαν στις Δελφικές Εορτές του 1927 και στο Παναθηναϊκό Στάδιο το 1931), τις "Ικέτιδες" (Δελφικές Εορτές του 1930), τις "Φοίνισσες" (εκτελέστηκε από χορωδία τον Αύγουστο 1934 στην Αθήνα), τον "Οιδίποδα"κ.λπ. Συνέθεσε επίσης πολλά έργα για ορχ. και χορωδία ("Μ. Προκείμενον", "Απόκρεω", "Χριστουγεννιάτικη φαντασία", "Ανάστασις", κ.λπ.). Απέδωσε με ευρωπ. μουσική (μέσω ειδικής ορχ.) πολλές συνθέσεις βυζ. και δημοτικής μουσικής (και σε συναυλίες στη Γερμανία). Διοργάνωσε συναυλίες και εκδηλώσεις ελλ. μουσικής, διαλέξεις, ανακοινώσεις, δημοσιεύσεις στον ελληνικό και ξένο τύπο και αναγνωρίστηκε διεθνώς ως αυθεντία σε ζητήματα παρασημαντικής. Διετύπωσε πρώτος τη γνώμη ότι ο αρχαίος «δώριος τρόπος» αντιστοιχεί προς τον ειρμολογικό Δ' Ήχο της βυζ. μουσικής. Συστηματοποίησε τον τύπο της αρμονικής συνήχησης των μελών της βυζ. μουσικής με την καθιέρωση γραπτής (απλής ή διπλής) συνηχητικής γραμμής (πολλαπλοί ισοκράτες). Μελοποίησε μάλιστα Λειτουργία με 2 συνηχητικές γραμμές. Εργάστηκε για την επιβολή του τονικού ρυθμού της βυζ. μουσικής (που πρώτος αυτός παρατήρησε). Συνέθεσε διάφορα έργα (όπως: «Αγρυπνίας εσπερινός», κ.λπ.).Τέλος, κατέλιπε πολυτιμότατη βιβλιοθήκη περίπου 4.500 τόμων (αληθινό μουσείο σπανίων βιβλίων, μουσικών εκδόσεων, χειρογράφων και κωδίκων βυζ. μουσικής κάθε Εποχής) που σήμερα (1996) μετά από πολλούς "ηξεισαφιξεισμούς" της Πολιτείας αποτελεί ευτυχώς "θησαυρό" του Μουσικού Τμήματος του Παν/μίου Αθηνών. Παράλληλα, δίδαξε πλήθος διακεκριμένων μαθητών. Mεταξύ αυτών και τους (αλφαβητικά): Μ. Θεοχαρίδη, Χ. Δαλάκο-Θεοχαρόπουλο, Δ. Κουτσογιαννόπουλο, Ι. Μαργαζιώτη, Δ.Χ. Μαυρόπουλο, Ι. Παναγιωτόπουλο (ή Κούρο), Κ. Πανά, Ν.Γ. Παππά, Σπ. Περιστέρη, Κ.Γ. Πολένα, Π. Στωϊκίδη, Τρ.(ή Σιούλη) Τάμπα, Α. Τράκα, Θ. Χατζηθεοδώρου, Ν.Α. Χρυσοχοΐδη, κ.ά. Ο Ψάχος χαρακτηρίστηκε όχι άδικα, ως "το μουσικό αντίβαρο" στην προσπάθεια των «ευρωπαϊστών» για την εισαγωγή της 4φωνίας στους ναούς της Ορθοδοξίας. Ωστόσο (κατά τον Γ. Φιλόπουλο) στον αγώνα εναντίον των μουσικών του αντιπάλων, πολλές φορές παρεκτράπηκε σε μεθόδους που δεν περιορίζονταν στα επιστημονικά επιχειρήματα, αλλά προχωρούσαν σε προσωπικές ύβρεις, ειρωνείες και διαβολές (όπως συνέβη λ.χ. στη διαμάχη του με τον Ελισαίο Γιανίδη, όταν ατυχώς χρησιμοποίησε εκφράσεις του τύπου: «Εκείνοι που καταγίνονται με την εναρμόνιση είναι "Ζωΐλλοι", είναι "χελώναι θρασύδειλοι", έχουν σκοπούς "υπούλους και πονηρούς", εργάζονται "καθ’ ον τρόπον οι μαλλιαροί, οίτινες υπό το προσωπείον της διαδόσεως και επικρατήσεως ζώσης γλώσσης υποσκάπτουσι τα θεμέλια.... επιτηδείως πλανώμενοι ή από σκοπού προσπαθούντες....», κ.λπ. ή στην αντίθεσή του με τον Γ. Νάζο--τον οποίο κάποτε επανειλημμένα υπερασπίστηκε και επαίνεσε, ενώ στη συνέχεια δεν δίστασε να τον χαρακτηρίσει στη «Νέα Φόρμιγγα» με την πρόταση: «Ο ουδεμίαν προς την μουσικήν συνάψας σχέσιν»...). Με τον τρόπο αυτό «...τον δύσκολο, δύστροπο, απόλυτο και εριστικό» (Απ. Βαλληνδράς) δημιούργησε εχθρούς, ακόμα και μεταξύ των θαυμαστών και "συμπολεμιστών" του. Το ότι δε, δεν διέθετε πλέον την κατάλληλη φωνή για να ψάλλει ο ίδιος και έτσι να καταλάβει αναλόγιο κεντρικής εκκλησίας (από το οποίο θα μπορούσε να επιμορφώσει τους μαθητές της "Σχολής" του) επέτεινε τις επικρίσεις εναντίον του και ανάγκασε τον δεινώς βαλλόμενο και κατ’ εξοχήν υβριζόμενο από τον Ψάχο Ι. Σακελλαρίδη να τον ονομάσει «μετακληθέντα δάσκαλο της ρινοφωνίας, που αντί για ιεροψάλτες παρουσιάζει αμανετζήδες» ("Ελληνικόν Μέλλον", 15.11.1938). Παρ’ όλα αυτά, ο Κων/νος Ψάχος υπήρξε κορυφαίος θεωρητικός της ελλ. μουσικής` μια εθνομουσικολογική προσωπικότητα παγκόσμιας απήχησης--κάυχημα ενός Έθνους, που δυστυχώς αθέτησε τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει με τους εκπροσώπους του προς αυτόν (ο οποίος σημειωτέον είχε ξοδέψει όλη του την περιουσία για αγορές βιβλίων και μουσικών χειρογράφων) και αρνήθηκε να του καταβάλλει μηνιαίως το υπεσχημένο ευτελές ποσό "δίκην συντάξεως"...Κάποτε (1932) ο τότε υπουργός Παιδείας Γ. Παπανδρέου τον διόρισε "μουσικό επόπτη" των ναών (με βαθμό γραμματέως Α'). Όμως κατόπιν, ο σοφός και μουσικότατος αυτός Έλληνας αφέθηκε στάσιμος επί σειρά ετών στον ίδιο βαθμό και πέθανε (τυφλός και λησμονημένος) χωρίς ποτέ είτε να προαχθεί τιμητικά σε δ/ντή είτε να προσληφθεί ως καθηγητής στο Παν/μιο σε ειδικά θεσπισμένη γι’ αυτόν έδρα εθνομουσικολογίας (παρά τις σχετικές επίμονες προσπάθειες του Μ. Καλομοίρη) είτε τέλος (όπως θα εξυπακουόταν σε όποια ευνομούμενη Πολιτεία) να εκλεγεί Ακαδημαϊκός, ως ελάχιστη ηθική ανταμοιβή για την κολοσσιαία εθνική του προσφορά, από την οποία ακόμα αντλούμε φως και ελπίδα (βλ. και Περιστέρης Δημ.).
Πηγές:
Τάκης Καλογερόπουλος, Λεξικό της Ελληνικής μουσικής, εκδόσεις Γιαλλελή, 2001
___________
Από Musipedia
(Μέγα Ρεύμα Βοσπόρου 1866/69 - Αθήνα 1949).
Από τις διαπρεπέστερες φυσιογνωμίες της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, και όχι μόνο: βυζαντινολόγος, συνθέτης, παιδαγωγός, πρωτοψάλτης και θεωρητικός. Σπούδασε φιλολογία και θεολογία στη Χάλκη και μετά ασχολήθηκε με τη βυζ. εκκλ. μουσική (τη σπούδασε στην Κεντρική Ιερατική Σχολή Κων/πόλεως, με δάσκαλο τον Θ. Μαντζουρανή) την οποία και υπηρέτησε, αρχικά ως πρωτοψάλτης των κυριότερων ναών της Κων/πολης.
Διετέλεσε Α' δομέστικος στον Πατριαρχικό Ναό (3.5.1887-1891), με πρωτοψάλτη τον Γ. Σαρανταεκκλησιώτη. Κατόπιν, ήταν Α' δομέστικος του Ευστρ. Παπαδοπούλου (Παναγία του Πέραν). Το 1892 έγινε πρωτοψάλτης στον 'Αγιο Χαράλαμπο του Γραικικού Νοσοκομείου της Σμύρνης. Επέστρεψε στην Κων/πολη και το 1895 προσλήφθηκε ως πρωτοψάλτης του Αγιοταφικού Μετοχίου, εκεί όπου του δόθηκε η ευκαιρία να μελετήσει πλήθος χειρόγραφα (και να αποκτήσει ορισμένα). Δίδαξε επίσης ανώτερα ελληνικά σε διάφορες Σχολές (όπως στο Παρθεναγωγείο του Αγιοταφικού Μετοχίου, όπου διορίστηκε το 1896). Το 1898 πρωτοστάτησε στην ίδρυση του "Μουσικού Εκκλ. Συλλόγου Κων/πόλεως", του οποίου διετέλεσε ειδικός γραμματέας και τον υπηρέτησε δραστήρια ώς το 1902, οπότε και παραιτήθηκε οριστικά. Υπηρέτησε επίσης ως πρωτοψάλτης στους Αγίους Θεοδώρους Βλάγκας (1901-03) και στον Άγιο Νικόλαο Γαλατά (1903-04).
Το 1903 διορίστηκε με πρόταση του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ', ο οποίος πάντοτε του συμπαραστάθηκε θερμά, καθηγητής στην τότε ιδρυθείσα Σχολή βυζ. μουσικής του Ωδείου Αθηνών. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1904 και έκανε το πρώτο του μάθημα στις 23.9.1904. Έμεινε στο Ωδείο Αθηνών ώς το 1919, οπότε ίδρυσε δικό του Ωδείο με την επωνυμία "Ωδείον Εθνικής Μουσικής" (και το διηύθυνε ώς το 1922). Δίδαξε για λίγο και στην "Αθηναϊκή Μαντολινάτα". Προηγουμένως (1911) ο Ιωακείμ ο Γ' του απένειμε το οφφίκιο του "’ρχοντος εντίμου μουσικοδιδασκάλου και κληρικού της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας" και το 1912 ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός Α' τον ονόμασε "Δικαιοφύλακα και Ιππότην του Παναγίου Τάφου". Αξιομνημόνευτο και το ότι στις 27.10.1922 έμεινε χήρος, χάνοντας τη γυναίκα του Ευανθία Αμερικανού (που είχε γεννηθεί το 1877 και είχαν παντρευτεί στις 4.9.1905, ενώ για τον γάμο τους συνέθεσε γαμήλια ωδή ο Δημ. Περιστέρης). Μέγας γνώστης της αρχαίας, της βυζαντινής και της νεότερης δημοτικής μουσικής, εργάστηκε με αξιοσημείωτο ζήλο «προς δόξαν» της παραδοσιακής ελλ. μουσικής. Επινόησε ειδικό όργανο, το Παναρμόνιον νέον (βλ. και «Εύειον Παναρμόνιον», με το οποίο ταυτίζεται) στο οποίο αποκρυστάλλωσε τον πλούτο των βυζ. μικροδιαστημάτων. Συνέλεξε δημοτικά τραγούδια από όλη σχεδόν την Ελλάδα (τα οποία κατέγραψε σε βυζ. και ευρωπ. σημειογραφία) και από αυτά δημοσίευσε πολλά σε ιδιαίτερες συλλογές (όπως: «Γορτυνιακά», «Πελοποννήσου», «Σκύρου», «Κρήτης»--στη Συλλογή του Ωδείου Αθηνών) και σε διάφορα μουσικά περιοδικά. Η ικανότητά του άμεσης καταγραφής αυτών των δημοτικών τραγουδιών (τόσο σε βυζ. όσο και σε ευρωπ. σημειογραφία) μετά από μία ή δύο ακροάσεις των φυσικών εκτελεστών τους (απλών χωρικών) εξέπληξε τον σε αρκετές περιπτώσεις αυτόπτη και αυτήκοο Αρμ. Μαρσίκ, ο οποίος (ακούγοντας τις φωνογραφήσεις και ελέγχοντας τις αντίστοιχες παρτιτούρες των δημοτικών τραγουδιών που περισυνελέγησαν στην Κρήτη, σε ταξίδι στο οποίο δεν μπόρεσε να συμμετάσχει) σημείωσε: «La notation des chansons de Cr`ete par M. Psachos est la plus fid`ele qu’ il me semble possible de re΄aliser, et elle donne bien le caract`ere de la couleur locale» («Η σημειογραφική αποτύπωση των κρητικών τραγουδιών από τον κύριο Ψάχο μου φαίνεται ότι είναι η πιό πιστή που μπορεί να καταγραφεί κι ακόμα αποδίδει επιτυχώς τον χαρακτήρα του τοπικού χρώματος--της τοπικής παράδοσης»). Ο Ψάχος συνέγραψε πολλά μουσικά βιβλία, με σπουδαιότερο την "Παρασημαντική" της βυζ. μουσικής (1917). Επίσης: "Λειτουργικόν" (1905), "Λειτουργία" (1909), "Λειτουργικοί ύμνοι" (1912) κ.λπ. Εξίσου λαμπρός κάτοχος της ασιατικής μουσικής, συνέγραψε αρκετά σχετικά έργα ("Ασίας Λύρα",κ.λπ.) για την ερμηνεία και την εν γένει υποστήριξη της Ελλ. Μουσικής. Γιά τον ίδιο σκοπό, έδωσε και αρκετές συναυλίες (εκκλ. μελών και δημοτικών τραγουδιών) διευθύνοντας βυζ. Χορούς που κατά καιρούς σχημάτιζε με μαθητές του. Από τον Μάρτιο του 1921 άρχισε να εκδίδει (με τον Εμ.Α. Πεζόπουλο) το μουσικό περιοδικό "Νέα Φόρμιγξ" (που κυκλοφόρησε ώς το τετραπλό τεύχος των 4 τελευταίων μηνών του 1922). Δημοσίευσε επίσης πάνω από 500 μελέτες και μουσικοφιλολογικά άρθρα (κυρίως στη "Φόρμιγγα" του Ι.Θ. Τσώκλη, η έκδοση της οποίας εν πολλοίς στηριζόταν επάνω του) μεταξύ των οποίων οξύτατες πολεμικές κατά της 4φωνίας και των υποστηρικτών της. Το τελευταίο του άρθρο ("Περί αρχαίας ελλ. μουσικής") γράφτηκε για την Εγκυκλοπαίδεια "του Ηλίου" (τόμος "Ελλάς", σελ. 1016-23). Συνέθεσε μουσική για αρχαίες τραγωδίες, όπως τα χορικά και λυρικά για τον "Προμηθέα" (ακούστηκαν στις Δελφικές Εορτές του 1927 και στο Παναθηναϊκό Στάδιο το 1931), τις "Ικέτιδες" (Δελφικές Εορτές του 1930), τις "Φοίνισσες" (εκτελέστηκε από χορωδία τον Αύγουστο 1934 στην Αθήνα), τον "Οιδίποδα"κ.λπ. Συνέθεσε επίσης πολλά έργα για ορχ. και χορωδία ("Μ. Προκείμενον", "Απόκρεω", "Χριστουγεννιάτικη φαντασία", "Ανάστασις", κ.λπ.). Απέδωσε με ευρωπ. μουσική (μέσω ειδικής ορχ.) πολλές συνθέσεις βυζ. και δημοτικής μουσικής (και σε συναυλίες στη Γερμανία). Διοργάνωσε συναυλίες και εκδηλώσεις ελλ. μουσικής, διαλέξεις, ανακοινώσεις, δημοσιεύσεις στον ελληνικό και ξένο τύπο και αναγνωρίστηκε διεθνώς ως αυθεντία σε ζητήματα παρασημαντικής. Διετύπωσε πρώτος τη γνώμη ότι ο αρχαίος «δώριος τρόπος» αντιστοιχεί προς τον ειρμολογικό Δ' Ήχο της βυζ. μουσικής. Συστηματοποίησε τον τύπο της αρμονικής συνήχησης των μελών της βυζ. μουσικής με την καθιέρωση γραπτής (απλής ή διπλής) συνηχητικής γραμμής (πολλαπλοί ισοκράτες). Μελοποίησε μάλιστα Λειτουργία με 2 συνηχητικές γραμμές. Εργάστηκε για την επιβολή του τονικού ρυθμού της βυζ. μουσικής (που πρώτος αυτός παρατήρησε). Συνέθεσε διάφορα έργα (όπως: «Αγρυπνίας εσπερινός», κ.λπ.).Τέλος, κατέλιπε πολυτιμότατη βιβλιοθήκη περίπου 4.500 τόμων (αληθινό μουσείο σπανίων βιβλίων, μουσικών εκδόσεων, χειρογράφων και κωδίκων βυζ. μουσικής κάθε Εποχής) που σήμερα (1996) μετά από πολλούς "ηξεισαφιξεισμούς" της Πολιτείας αποτελεί ευτυχώς "θησαυρό" του Μουσικού Τμήματος του Παν/μίου Αθηνών. Παράλληλα, δίδαξε πλήθος διακεκριμένων μαθητών. Mεταξύ αυτών και τους (αλφαβητικά): Μ. Θεοχαρίδη, Χ. Δαλάκο-Θεοχαρόπουλο, Δ. Κουτσογιαννόπουλο, Ι. Μαργαζιώτη, Δ.Χ. Μαυρόπουλο, Ι. Παναγιωτόπουλο (ή Κούρο), Κ. Πανά, Ν.Γ. Παππά, Σπ. Περιστέρη, Κ.Γ. Πολένα, Π. Στωϊκίδη, Τρ.(ή Σιούλη) Τάμπα, Α. Τράκα, Θ. Χατζηθεοδώρου, Ν.Α. Χρυσοχοΐδη, κ.ά. Ο Ψάχος χαρακτηρίστηκε όχι άδικα, ως "το μουσικό αντίβαρο" στην προσπάθεια των «ευρωπαϊστών» για την εισαγωγή της 4φωνίας στους ναούς της Ορθοδοξίας. Ωστόσο (κατά τον Γ. Φιλόπουλο) στον αγώνα εναντίον των μουσικών του αντιπάλων, πολλές φορές παρεκτράπηκε σε μεθόδους που δεν περιορίζονταν στα επιστημονικά επιχειρήματα, αλλά προχωρούσαν σε προσωπικές ύβρεις, ειρωνείες και διαβολές (όπως συνέβη λ.χ. στη διαμάχη του με τον Ελισαίο Γιανίδη, όταν ατυχώς χρησιμοποίησε εκφράσεις του τύπου: «Εκείνοι που καταγίνονται με την εναρμόνιση είναι "Ζωΐλλοι", είναι "χελώναι θρασύδειλοι", έχουν σκοπούς "υπούλους και πονηρούς", εργάζονται "καθ’ ον τρόπον οι μαλλιαροί, οίτινες υπό το προσωπείον της διαδόσεως και επικρατήσεως ζώσης γλώσσης υποσκάπτουσι τα θεμέλια.... επιτηδείως πλανώμενοι ή από σκοπού προσπαθούντες....», κ.λπ. ή στην αντίθεσή του με τον Γ. Νάζο--τον οποίο κάποτε επανειλημμένα υπερασπίστηκε και επαίνεσε, ενώ στη συνέχεια δεν δίστασε να τον χαρακτηρίσει στη «Νέα Φόρμιγγα» με την πρόταση: «Ο ουδεμίαν προς την μουσικήν συνάψας σχέσιν»...). Με τον τρόπο αυτό «...τον δύσκολο, δύστροπο, απόλυτο και εριστικό» (Απ. Βαλληνδράς) δημιούργησε εχθρούς, ακόμα και μεταξύ των θαυμαστών και "συμπολεμιστών" του. Το ότι δε, δεν διέθετε πλέον την κατάλληλη φωνή για να ψάλλει ο ίδιος και έτσι να καταλάβει αναλόγιο κεντρικής εκκλησίας (από το οποίο θα μπορούσε να επιμορφώσει τους μαθητές της "Σχολής" του) επέτεινε τις επικρίσεις εναντίον του και ανάγκασε τον δεινώς βαλλόμενο και κατ’ εξοχήν υβριζόμενο από τον Ψάχο Ι. Σακελλαρίδη να τον ονομάσει «μετακληθέντα δάσκαλο της ρινοφωνίας, που αντί για ιεροψάλτες παρουσιάζει αμανετζήδες» ("Ελληνικόν Μέλλον", 15.11.1938). Παρ’ όλα αυτά, ο Κων/νος Ψάχος υπήρξε κορυφαίος θεωρητικός της ελλ. μουσικής` μια εθνομουσικολογική προσωπικότητα παγκόσμιας απήχησης--κάυχημα ενός Έθνους, που δυστυχώς αθέτησε τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει με τους εκπροσώπους του προς αυτόν (ο οποίος σημειωτέον είχε ξοδέψει όλη του την περιουσία για αγορές βιβλίων και μουσικών χειρογράφων) και αρνήθηκε να του καταβάλλει μηνιαίως το υπεσχημένο ευτελές ποσό "δίκην συντάξεως"...Κάποτε (1932) ο τότε υπουργός Παιδείας Γ. Παπανδρέου τον διόρισε "μουσικό επόπτη" των ναών (με βαθμό γραμματέως Α'). Όμως κατόπιν, ο σοφός και μουσικότατος αυτός Έλληνας αφέθηκε στάσιμος επί σειρά ετών στον ίδιο βαθμό και πέθανε (τυφλός και λησμονημένος) χωρίς ποτέ είτε να προαχθεί τιμητικά σε δ/ντή είτε να προσληφθεί ως καθηγητής στο Παν/μιο σε ειδικά θεσπισμένη γι’ αυτόν έδρα εθνομουσικολογίας (παρά τις σχετικές επίμονες προσπάθειες του Μ. Καλομοίρη) είτε τέλος (όπως θα εξυπακουόταν σε όποια ευνομούμενη Πολιτεία) να εκλεγεί Ακαδημαϊκός, ως ελάχιστη ηθική ανταμοιβή για την κολοσσιαία εθνική του προσφορά, από την οποία ακόμα αντλούμε φως και ελπίδα (βλ. και Περιστέρης Δημ.).
Πηγές:
Τάκης Καλογερόπουλος, Λεξικό της Ελληνικής μουσικής, εκδόσεις Γιαλλελή, 2001
___________
Μετά το βιογραφικό του Δ Περιστέρη παραθέτουμε και το βιογραφικό του δασκάλου του.
Σιγά σιγά ξετυλίγουμε μια καλλιτεχνική και πνευματική διαδρομή που βρήκε κορύφωση στόν Σπυριδωνα Περιστέρη...
Μέσα στα ιστορικά πλαίσια που εξετάζουμε ένα καλλιτεχνικό ρεύμα κάποιες πιθανές ιδιορυθμίες στόν χαρακτηρα τών πρωταγωνιστών περνάνε σέ δευτερη μοίρα ,αφου αυτό που μένει απο την διαδρομή μας στήν ζωή είναι τό έργο ενός εκάστου ..
Σιγά σιγά ξετυλίγουμε μια καλλιτεχνική και πνευματική διαδρομή που βρήκε κορύφωση στόν Σπυριδωνα Περιστέρη...
Μέσα στα ιστορικά πλαίσια που εξετάζουμε ένα καλλιτεχνικό ρεύμα κάποιες πιθανές ιδιορυθμίες στόν χαρακτηρα τών πρωταγωνιστών περνάνε σέ δευτερη μοίρα ,αφου αυτό που μένει απο την διαδρομή μας στήν ζωή είναι τό έργο ενός εκάστου ..