Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

«Την άχραντον Εικόνα σου προσκυνούμεν Αγαθέ, αιτούμενοι συγχώρησιν των πταισμάτων ημών, Χριστέ ο Θεός, βουλήσει γαρ ηυδόκησας σαρκί ανελθείν εν τω Σταυρώ, ίνα ρύση ους έπλασας εκ της δουλείας του εχθρού, όθεν ευχαρίστως βοώμεν σοι, Χαράς επλήρωσας τα πάντα, ο Σωτήρ ημών, παραγενόμενος εις το σώσαι τον Κόσμον».

Στις 11 Μαρτίου 843 - πρώτη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής τότε - μία σύνοδος στην Πόλη «αναστήλωσε», ανάρτησε και πάλι στους στύλους των ναών, τις άγιες εικόνες, δίνοντας έτσι τέλος στην πολιτικοθρησκευτική αναστάτωση της εικονομαχίας (726 - 843). Πρωτοστάτησε μία γυναίκα, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, επιβεβαιώνοντας το γεγονός ότι οι γυναίκες, ως μόνιμος φορέας του πολιτισμού, σώζουν την πίστη! Η Θεοδώρα είχε οσιακά τέλη στη Μονή των Γαστρίων και ίσως κάποιοι να μη γνωρίζουν ότι το λείψανό της βρίσκεται ακέραιο και άφθαρτο στην Κέρκυρα.

Ονομάστηκε «εορτή της Ορθοδοξίας» ως «νίκη της αληθούς Πίστεως», που προσφέρεται στον άνθρωπο ως δυνατότητα σωτηρίας, δηλαδή θέωσης. Η Ορθοδοξία είναι, σύμφωνα με τον αγιοπατερικό χαρακτηρισμό, «εργαστήριον αγιότητος», δηλαδή «εργοστάσιο παραγωγής Αγίων», ανθρώπων μεταμορφωμένων μέσα στη Θεία Χάρη, για να μπορούν να ζουν ως συν - άνθρωποι, ικανοί να δημιουργήσουν σχέσεις ισότητας και αδελφοσύνης. Όπου δε σώζεται αυτός ο άνθρωπος, ούτε αυθεντική κοινωνία μπορεί να υπάρξει. Στην Ορθοδοξία - όταν και όπου υπάρχει - σώζεται ένα τρισορθογώνιο σύστημα αναφοράς στο Θεό, το συνάνθρωπο και τον εαυτό μας, που συνιστά την ενότητα και ακεραιότητα του ανθρώπου (=σαότης/σωτηρία). Στην Ορθοδοξία των Αγίων μας δε σώζεται κανείς ατομικά, αλλά «διά του πλησίον».

 
«Ευρήκαμεν Ιησούν»
 
Ορθοδοξία, όμως, είναι η εύρεση του Χριστού, ως Θεού και Σωτήρα. Αυτό σημαίνει ο λόγος του σημερινού Ευαγγελίου «ευρήκαμεν Ιησούν» (Ιω. 1,69). Είναι η εκπλήρωση της λυτρωτικής προσδοκίας σύνολης της ανθρωπότητας. Ο απ. Πέτρος, απολογούμενος ενώπιον του εβραϊκού Συνεδρίου, τόλμησε να πει: «Ουκ εστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία» - Κανείς άλλος δεν μπορεί να σώσει (Πρ. 4,11). Αυτό σημαίνει: Κανείς άλλος εκτός του Χριστού δεν μπορεί να οδηγήσει στη Θεογνωσία, στην αληθινή ένωση του ανθρώπου με το Θεό, του κτιστού με τον Άκτιστο.
Στην Ορθοδοξία δε γνωρίζουμε το Θεό διανοητικά, στοχαστικά, αφηρημένα ως κάποιο απρόσιτο «πνεύμα», αλλά στο Θεάνθρωπο Χριστό, που ανήκει στην ιστορική πραγματικότητα και έγινε όμοιος με μας (άνθρωπος), χωρίς όμως την αμαρτία μας (Εβρ. 4,15).
Η αμαρτία δεν ανήκει στην αρχική φύση του ανθρώπου, που έπλασε ο Θεός. Γι' αυτό στον αληθινό Χριστό δεν μπορεί να βρει κανείς χαρακτηριστικά και συμπεριφορές, όμοια με τα δικά μας, που ζούμε με την τραγικότητα της πτώσης. «Υπέρ άνθρωπον αυτού τα ανθρώπινα» διακηρύσσει ο αγιοπατερικός λόγος.
 Εκούσια προσέλαβε ο Χριστός τα «αδιάβλητα» (μη εφάμαρτα) πάθη μας: την πείνα, τη δίψα, τον πόνο, το θάνατο, τις συνέπειες δηλαδή της πτώσης, μετέχοντας έτσι στην ιστορική περιπέτειά μας, για να σώσει τον άνθρωπο και να αγιάσει την ιστορία. Ο Χριστός, που σώζει, είναι ο Χριστός των Αγίων μας, ως «Χριστός της πίστεως» αλλά και «της ιστορίας». Αυτόν το Χριστό συναντάμε στο Σώμα του, την Εκκλησία.  
κείμενο δανεισμένο από Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον