η είσοδος στην Ιερουσαλήμ - Bose |
Κυριακή των Βαϊων – Οι ζητωκραυγές
Εικόνα εντυπωσιακή. Καθαρό πρωϊνό. Στην μεγάλη πόλη όλοι έχουν βγει
να απολαύσουν τη λιακάδα της άνοιξης. Άλλοι αμέριμνοι περπατούν, άλλοι
συζητούν για τα τρέχοντα και τα αιώνια, μητέρες χαίρονται την ομορφιά
της φύσης, παιδιά παίζουν ευχαριστημένα. Τίποτε δεν φαίνεται ικανό να
διαταράξει την αμεριμνησία του κόσμου. Όμως, σαν από κάπου μακριά, μα και ταυτόχρονα τόσο κοντά,
αρχίζει να ακούγεται μια υπόκωφη βοή. Στην αρχή κανείς δεν μπορεί να
διακρίνει τι λέγεται, όμως όταν οι ήχοι πλησιάζουν, μαζί και οι πρώτοι δρομείς, τότε τα λόγια ακούγονται πια ξεκάθαρα.
Είναι ο Μεσσίας, ο βασιλιάς του κόσμου, που έρχεται στην πόλη του
θριαμβευτής, καθισμένος επί πώλου όνου. Τον συντροφεύουν οι επιτελείς
του, εκείνοι οι φτωχοί και καταφρονεμένοι., όλοι όσοι άκουσαν το «μακάριοι» στο Όρος,
όλοι όσοι Τον ακολούθησαν στην πορεία των θαυμάτων, όλοι όσοι μαγεύτηκαν
από τη δύναμη των λόγων Του, όλοι όσοι τον είδαν να ανασταίνει το Λάζαρο. Ήταν
σίγουροι, ότι είχαν βρει Αυτόν που επιθυμούσαν, Αυτόν που θα τους έδινε
την ελευθερία, Αυτόν που θα τους βοηθούσε να ξαναφέρουν τη δύναμη της Ζωής στον Κόσμο.
Και κανένας από τους κατοίκους της πόλης, που εκείνο το πρωϊνό
απολάμβαναν τις ακτίνες της άνοιξης, δεν έμεινε ασυγκίνητος μπροστά
στους ήχους του «Ωσαννά», μπροστά στο θέαμα ένας βασιλιάς να συντροφεύεται όχι από πάνοπλους
υπηρέτες, αλλά από ανθρώπους που το μόνο τους όπλο ήταν η αγάπη και η
ελπίδα της μεταμόρφωσης του κόσμου, από κόσμο αδικίας, επιβολής των συμφερόντων των ισχυρών,
εκμετάλλευσης, σε κόσμο αληθινής κοινωνίας, ελευθερίας από τις ανάγκες,
κόσμο που ο Θεός και ο άνθρωπος συμφιλιωμένοι, ξανά θα πορεύονταν μαζί
μέχρις εσχάτων της γης!
Αυθόρμητη η ζητωκραυγή, αυθόρμητο το κόψιμο των κλαδιών των φοινίκων,
όπλα πια γίνονταν τα βάγια, όπλα ειρήνης, όπλα καινούριας ζωής, όπλα
πιο ισχυρά και από τη δυνατότερη πολεμική μηχανή, γιατί ήταν όπλα του μέσα ανθρώπου, τα
όπλα της δίψας της ανθρώπινης φύσης για την αφθαρσία, τη δικαιοσύνη και
την αγάπη.
Και σ’ αυτόν το νέο κόσμο, όλοι στρώνουν τα ιμάτιά τους, μοιράζονται με
τον Αρχηγό της Ζωής ό,τι πιο πολύτιμο έχουν, του προσφέρουν την καρδιά
τους!
Δεν θα κρατήσει για πολύ αυτό το ανοιξιάτικο όνειρο. Γρήγορα οι
ζητωκραυγές θα γίνουν αρές. Γρήγορα οι άρχοντες του άλλου κόσμου,
εκείνου που η προπαγάνδα βαφτίζεται «αλήθεια», εκείνου που η δύναμη του ισχυρού βαφτίζεται
«δικαιοσύνη», εκείνου που η τυραννία βαφτίζεται «φιλελευθερισμός»,
εκείνου που το χρήμα βαφτίζεται «ανθρώπινο δικαίωμα», εκείνου που τα όπλα του πολέμου
βαφτίζονται «ανθρωπιστική παρέμβαση», θα κρίνουν πως «συμφέρει έναν υπέρ
του λαού απολέσαι».
Και θα το πετύχουν, θα επιβάλουν τη δική τους τάξη. Και όπως θα πει ο ποιητής «Όπου ακούω για τάξη, ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει».
Και θα το πετύχουν, θα επιβάλουν τη δική τους τάξη. Και όπως θα πει ο ποιητής «Όπου ακούω για τάξη, ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει».
2000 χρόνια τώρα οι εκάστοτε εκφραστές της παγκόσμιας τάξης πνίγουν
τέτοια ανοιξιάτικα πρωϊνά στη δική τους δύναμη. Όμως, όπως τίποτα τελικά
δεν μπόρεσε να κρατήσει στον τάφο τον Αρχηγό της Ζωής, έτσι και η κάθε
νέα τάξη πραγμάτων, πιστό αντίγραφο κάθε παλαιάς, θα βρίσκει την
ανατροπή της σ’ εκείνη την μυριόστομη ζητωκραυγή «Ωσαννά». Γιατί η αντίσταση και η ελπίδα είναι
εσωτερική υπόθεση του καθενός από μας. Όσων επιμένουν να αντιστέκονται.
Κι είναι πολλοί αυτοί! Και θα κρατούν πάντοτε. Γιατί τα βάγια και η
άνοιξη, όσο κι αν αργούν, πάντοτε θα έρχονται. Αρκεί η κάθε τάξη, να μην
μπορέσει να διαλύσει το μέσα μας. Η επιλογή δική μας!
Του Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού.
ΠΗΓΗ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ