Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ( 12 Δεκεμβρίου )

Giuseppe e Pompeo Bertini 1880: ψηφιδωτό στον Ι.Ν. Αγίου Σπυρίδωνος Τεργέστης

Φώτης Κόντογλου - γιος Σπυρίδων.
Προστάτης τ
ν Φτωχν, Πατέρας τν ρφανν, Δάσκαλος τν μαρτωλν




γιος Σπυρίδωνας εναι νας π τος πλέον τιμημένους γίους της ρθοδόξου κκλησίας, πο τν πικαλονται ο χριστιανο στς περιστάσεις πως τν γιο Νικόλαο, τν γιο Γεώργιο κα τν γιο Δημήτριο. Τ τίμιο λείψανό του τ χει Κέρκυρα, πως Ζάκυνθος χει τ λείψανο το γίου Διονυσίου κ᾿ Κεφαλληνία τν γιο Γεράσιμο.
Γεννήθηκε στν καιρ το ατοκράτορος Κωνσταντίνου το Μεγάλου στ νησ τς Κύπρου, π γονιος φτωχούς. Γι᾿ ατ στ μικρ χρόνια του τανε τσομπάνης κα φύλαγε πρόβατα. τανε πολ πλς στ γνώμη σν τος ψαράδες πο διάλεξε Χριστς ν τος κάνει μαθητές του. Σν ρθε σ λικία, παντρεύθηκε, κα μετ χρόνια χήρεψε, κα τόση τανε ρετή του, πο τν κάνανε πίσκοπο σ μία πολιτεία λεγόμενη Τριμυθοντα, μ᾿ λο πο τανε λότελα γράμματος. Παίρνοντας ατ τ πνευματικ ξίωμα γινε κόμα πλούστερος κα ταπεινός, κα ποίμανε τ λογικ πρόβατα πο το μπιστεύθηκε Χριστς μ γάπη, λλ κα μ αστηρότητα σν πεύθυνος που τανε γι τ σωτηρία τους. τανε προστάτης τν φτωχν, πατέρας τν ρφανν, δάσκαλος τν μαρτωλν. Κα εχε τέτοια καθαρότητα κα γιότητα, πο το δόθηκε χάρη νωθεν ν κάνει πολλ θαύματα, γι τοτο νομάσθηκε θαυματουργός. Μ τν προσευχή του μάζευε τ σύννεφα κ᾿ βρεχε σ καιρ ξηρασίας, γιάτρευε τς ρρώστιες, τιμωροσε τος πονηρος νθρώπους, πως κανε μ κάποιους μαυραγορίτες πο γκρέμνισε τς ποθκες πο φυλάγανε τ σιτάρι, ν κόσμος πέθαινε π τν πείνα, κα καταπλακωθήκανε μαζ μ τ σιτάρι: «κα μελετώμενον λιμν παρ τν σιτοκαπήλων, λυσε, συμπεσουσν ατοίς, τν ποθηκν ας τν σίτον συνέσχον». Κα μ᾿ λα ατ ζοσε μ τόση φτώχεια, πο σν πγε κάποτε νας φτωχς ν τν βοηθήσει γι ν πληρώσει κάποιο χρέος του, δν εχε ν το δώσει τίποτα, κα μ θαμα κανε μαλαματένιο να φίδι πο βρέθηκε σ᾿ κενο τ μέρος, κα τ δωσε στν φτωχό, κ᾿ κενος τ λιωσε κα πλήρωσε τ χρέος του. λλη φορ πάλι γινε κατακλυσμός, κα τ ποτάμια ξεχειλίσανε κα πλημμύρισε χώρα, κι᾿ γιος Σπυρίδωνας προσευχήθηκε κα τραβήξανε τ νερ κα στέγνωσε νεροπατημένος τόπος.

Γιάτρεψε κα τν βασιλέα Κωνσταντνον πο εχε ρρωστήσει π κάποια γιάτρευτη ρρώστια, να διάκο πο βουβάθηκε τν κανε καλά, κακος κα πλεονέκτες νθρώπους τιμώρησε μ περφυσικ δύναμη, κα πλθος λλα θαύματα κανε, στε ν τν φοβονται ο δικοι κ᾿ ο δικημένοι ν τν χουνε γι προστάτη κα καταφύγιο. λλ πάντα εχε μεγάλη γάπη κα συμπάθεια στος μαρτωλούς, γι᾿ ατ κάποιοι κλέφτες πο πήγανε μία νύχτα ν κλέψουνε πρόβατα π τ μάνδρα του, πο τ συντηροσε γι ν βοηθ τος πεινασμένους, τυφλωθήκανε κα δν μπορούσανε ν φύγουνε, κα πιάσανε κα φωνάζανε ν τος λεήσει. Κι᾿ γιος χι μοναχ τος ξανάδωσε τ φς τους, λλ τος χάρισε κ᾿ να κριάρι, γιατί, πως τος επε, εχανε κακοπαθήσει λη τ νύχτα, κι᾿ φο τος νουθέτησε νναι καλο νθρωποι, τος στειλε στ σπίτια τος χωρς ν μάθει τίποτα ξουσία γι τν κλεψι πο θέλανε ν κάνουνε. Προέλεγε δ κα σα τανε ν γίνουνε μ κρίβεια, στε ν τν θαυμάζει κόσμος σν να περάνθρωπο πρόσωπο, φο π τσομπάνης ξιώθηκε ν νεβε σ τέτοιο ψος. Κα στν Πρώτη Οκουμενικ Σύνοδο πο γινε στ Νίκαια, τανε κι᾿ γιος Σπυρίδωνας νάμεσα στος τριακοσίους δέκα κτ θεοφόρους πατέρας καί, παρ᾿ λο πο δν γνώριζε γράμματα, ποστόμωσε τν αρεσιάρχην ρειο πο τανε πι σπουδασμένος στ γράμματα π λους τος δεσποτάδες.

 
 
Στν ρθόδοξη γιογραφία γιος Σπυρίδωνας παριστάνεται γηραλέος μ γυριστ μύτη κα μ διχαλωτ κοντ σπρο γένι, «γέρων διχαλογένης φορν σκοφον». σκοφος του εναι παράξενος, σν κινέζικος, μυτερς στν κορυφή. Δν ζωγραφίζεται ποτ ξεσκούφωτος. κτς π τς εκόνες πάνω σ σανίδι ετε σ τοχο σ λλο μέρος τς κκλησίας, ζωγραφίζεται συχν στ γιο Βμα μαζ μ τος λλους μεγάλους εράρχας Βασίλειο, Χρυσόστομο κα Γρηγόριο κάτω π τν Πλατυτέρα. Στ χαρτ πο βαστ εναι γραμμένο: «τι προσφέρομέν Σοι τν λογικν ταύτην κα ναίμακτον θυσίαν».
μνολογία μας τν στόλισε μ τ μάραντα νθη της, πο πολ λίγοι π μς τ μελετήσανε γι ν δονε πς ληθιν εναι μάραντα.